- ἀποφθίμενος
- ἀποφθίνωperish utterlyaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποφθίνω — ἀποφθίνω (Α) 1. εξολοθρεύω, αφανίζω 2. κάνω κάτι να εξαφανιστεί 3. (για ασθένειες) προκαλώ ή επιφέρω τον θάνατο 4. εκλείπω, πεθαίνω 5. ( ομαι) πεθαίνω 6. (μτχ.) ἀποφθίμενος πεθαμένος … Dictionary of Greek